Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδομύχως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐνδομύχως < αρχαία ελληνική ἐνδόμυχος . Συγχρονικά αναλύεται σε ενδόμυχ(ος) + -ως.

  Επίρρημα επεξεργασία

ενδομύχως

  Πηγές επεξεργασία