ελεύθερη αγορά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελεύθερη αγορά < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική free market < free (ελεύθερος) + market (αγορά)
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ελεύθερη αγορά θηλυκό
- (οικονομία, πολιτική) οικονομικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο το εμπόριο δεν ελέγχεται από την κυβέρνηση
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελεύθερη αγορά