Ετυμολογία

επεξεργασία
εκμέκ < (άμεσο δάνειο) τουρκική ekmek (ψωμί)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκμέκ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία