εκείθεν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκείθεν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκεῖθεν [1] < ἐκεῖ + -θεν
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈki.θen/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κεί‐θεν
Επίρρημα
επεξεργασίαεκείθεν
- (λόγιο, τοπικό επίρρημα) λόγια μορφή του εκείθε
- ⮡ στην εκείθεν μεριά του Ατλαντικού
Αντώνυμα
επεξεργασία- εντεύθεν
- ⮡ στην εντεύθεν μεριά του Ατλαντικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκείθεν
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εκείθεν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας