→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δύσερις < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

δύσερις, -ις, -ι

  1. εριστικός, φιλόνικος
    ※  4ος πκε αιώνας Ἰσοκράτης, Πρὸς Δημόνικον, 31 @scaife.perseus
    ὁμιλητικὸς δʼ ἔσει μὴ δύσερις ὢν μηδὲ δυσάρεστος μηδὲ πρὸς πάντας φιλόνικος, μηδὲ πρὸς τὰς τῶν πλησιαζόντων ὀργὰς τραχέως ἀπαντῶν, μηδʼ ἂν ἀδίκως ὀργιζόμενοι τυγχάνωσιν,
  2. καβγατζής, αυτός που προκαλεί έριδες, τσακωμούς
    ※  4oς αιώνας πκε Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 4.1127a
    ὁ δὲ πᾶσι δυσχεραίνων εἴρηται ὅτι δύσκολος καὶ δύσερις. ἀντικεῖσθαι δὲ φαίνεται τὰ ἄκρα ἑαυτοῖς διὰ τὸ ἀνώνυμον εἶναι τὸ μέσον.
    Όσο γι᾽ αυτούς που κρατούν αρνητική στάση στα πάντα, είναι, όπως το έχουμε ήδη πει, οι δύστροποι και καυγατζήδες. Επειδή δεν υπάρχει λέξη που να δηλώνει το μέσον, τα άκρα μοιάζουν να είναι αντίθετα το ένα στο άλλο.
    Μετάφραση (2006), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία