δύσερις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δύσερις < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαδύσερις, -ις, -ι
- εριστικός, φιλόνικος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Πρὸς Δημόνικον, 31 @scaife.perseus
- ὁμιλητικὸς δʼ ἔσει μὴ δύσερις ὢν μηδὲ δυσάρεστος μηδὲ πρὸς πάντας φιλόνικος, μηδὲ πρὸς τὰς τῶν πλησιαζόντων ὀργὰς τραχέως ἀπαντῶν, μηδʼ ἂν ἀδίκως ὀργιζόμενοι τυγχάνωσιν,
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Πρὸς Δημόνικον, 31 @scaife.perseus
- καβγατζής, αυτός που προκαλεί έριδες, τσακωμούς
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 4.1127a
- ὁ δὲ πᾶσι δυσχεραίνων εἴρηται ὅτι δύσκολος καὶ δύσερις. ἀντικεῖσθαι δὲ φαίνεται τὰ ἄκρα ἑαυτοῖς διὰ τὸ ἀνώνυμον εἶναι τὸ μέσον.
- Όσο γι᾽ αυτούς που κρατούν αρνητική στάση στα πάντα, είναι, όπως το έχουμε ήδη πει, οι δύστροποι και καυγατζήδες. Επειδή δεν υπάρχει λέξη που να δηλώνει το μέσον, τα άκρα μοιάζουν να είναι αντίθετα το ένα στο άλλο.
- Μετάφραση (2006), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr
- ὁ δὲ πᾶσι δυσχεραίνων εἴρηται ὅτι δύσκολος καὶ δύσερις. ἀντικεῖσθαι δὲ φαίνεται τὰ ἄκρα ἑαυτοῖς διὰ τὸ ἀνώνυμον εἶναι τὸ μέσον.
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 4.1127a
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δύσερις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δύσερις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.