Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ δυσξύμβλητος τὸ δυσξύμβλητον οἱ, αἱ δυσξύμβλητοι τὰ δυσξύμβλητα
Γενική τοῦ, τῆς δυσξυμβλήτου τοῦ δυσξυμβλήτου τῶν δυσξυμβλήτων τῶν δυσξυμβλήτων
Δοτική τῷ, τῇ δυσξυμβλήτῳ τῷ δυσξυμβλήτῳ τοῖς, ταῖς δυσξυμβλήτοις τοῖς δυσξυμβλήτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν δυσξύμβλητον τὸ δυσξύμβλητον τοὺς, τὰς δυσξυμβλήτους τὰ δυσξύμβλητα
Κλητική δυσξύμβλητε δυσξύμβλητον δυσξύμβλητοι δυσξύμβλητα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική δυσξυμβλήτω
Γενική-Δοτική δυσξυμβλήτοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσξύμβλητος < δυσ- + αρχαία ελληνική συμβλητός < συμβάλλω < σύν + βάλλω

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσξύμβλητος