δυσβαστάκτως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσβαστάκτως (ελληνιστική κοινή) < δυσβάστακτ(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαδυσβαστάκτως
- (ελληνιστική κοινή) δυσβάσταχτα
- <ἀβαστάκτως> δυσβαστάκτως ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α
Πηγές
επεξεργασία- δυσβάστακτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.