δραχμολαγνικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δραχμολαγνικά < δραχμολαγνικός + -ά < δραχμολάγνος < δραχμή + -ο- + λάγνος
Επίρρημα επεξεργασία
δραχμολαγνικά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις δραχμολάγνος, δραχμή, δράττομαι και λάγνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
δραχμολαγνικά
|