Ετυμολογία

επεξεργασία
διχερέα < (δύο, δις) δι- + χέρι + -έα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.ʃeˈɾea/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διχερέα θηλυκό

  • η ποσότητα που χωράει στις δυο παλάμες