διχερέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διχερέα < (δύο, δις) δι- + χέρι + -έα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιχερέα θηλυκό
- η ποσότητα που χωράει στις δυο παλάμες