διπλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈplo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐πλώ‐νο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαδιπλώνομαι, π.αόρ.: διπλώθηκα, μτχ.π.π.: διπλωμένος, (ενεργ.: διπλώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος διπλώνω → δείτε και την κλίση