διπλή δίεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
διπλή δίεση θηλυκό
- (μουσική) αλλοίωση που αυξάνει το τονικό ύψος ενός φθόγγου κατά δύο ημιτόνια
Μεταφράσεις επεξεργασία
διπλή δίεση
διπλή δίεση θηλυκό