δικασμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαδικασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του δικασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του δικασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δικασμένος
δικασμένων