διευθυνόντων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαδιευθυνόντων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του διευθύνοντας
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (διευθύνον) του διευθύνοντας
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του διευθύνων
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (διευθύνον) του διευθύνων