διεγνωσμένη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασία
διεγνωσμένη και λιγότερο λόγια διαγνωσμένη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του διεγνωσμένος
διεγνωσμένη και λιγότερο λόγια διαγνωσμένη