διαφιλονίκησις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαφιλονίκησις < διαφιλονικί(α) + -σις. Mε γραφή διαφιλονείκισις (μαρτυρείται από το 1825) [1] < διαφιλονικῶ → δείτε και τις λέξεις φιλονικώ και νίκη Για τη γραφή με -ει- δείτε φιλονικέω. [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαφιλονίκησις θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η διαφιλονικία, η διαμφισβήτηση κάποιου πράγματος [3]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 286, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ «φιλονικώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .