διαφεντεύουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðʝa.feˈde.vu.me/
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διαφεντεύουμε
- πρώτο πρόσωπο ενικού της οριστικής ενεστώτα του ρήματος διαφεντεύω
Άλλες μορφές επεξεργασία
- διαφεντεύομε (λόγιο)
διαφεντεύουμε