διατυμπανίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιατυμπανίζομαι, π.αόρ.: διατυμπανίστηκα, μτχ.π.π.: διατυμπανισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος διατυμπανίζω
διατυμπανίζομαι, π.αόρ.: διατυμπανίστηκα, μτχ.π.π.: διατυμπανισμένος