Ετυμολογία

επεξεργασία
διαρμίζω < αρχαία ελληνική διαρμόζω (Ι. Χατζιδάκις)
διαρμίζω < διαρρυθμίζω (Μ. Φιλήντας)

διαρμίζω

  1. τακτοποιώ, ευπρεπίζω
  2. σκουπίζω (δάπεδο)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία