διαρκοῦντος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαδιαρκοῦντος
- (συνηρημένο) γενική ενικού του διαρκῶν
- (συνηρημένο) γενική ενικού του διαρκοῦν, ουδέτερο του διαρκῶν
Άλλες μορφές
επεξεργασία- διαρκέοντος (ασυναίρετο)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- νέα ελληνικά, η έκφραση διαρκούντος του...