Δείτε επίσης: διαρκούντος

  Κλιτικός τύπος μετοχής

επεξεργασία

διαρκοῦντος

  1. (συνηρημένο) γενική ενικού του διαρκῶν
  2. (συνηρημένο) γενική ενικού του διαρκοῦν, ουδέτερο του διαρκῶν

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία