διαπραγματεύσιμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδιαπραγματεύσιμων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του διαπραγματεύσιμος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του διαπραγματεύσιμος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διαπραγματεύσιμος