Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διαπιστεύομαι, π.αόρ.: διαπιστεύτηκα/διαπιστεύθηκα, μτχ.π.π.: διαπιστευμένος



  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διαπιστεύομαι