διαπιστεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαπιστεύομαι, π.αόρ.: διαπιστεύτηκα/διαπιστεύθηκα, μτχ.π.π.: διαπιστευμένος
- παθητική φωνή του ρήματος διαπιστεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαπιστεύομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος διαπιστεύω