διανυχτερεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διανυχτερεύω < διανυκτερεύω με τροπή [kt] > [xt] < αρχαία ελληνική διανυκτερεύω < δια- + νυκτερεύω < νύκτερος < νύξ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðʝa.ni.xteˈɾe.vo/ (συγκρίνετε με το διανυκτερεύω)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐νυ‐χτε‐ρεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαδιανυχτερεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία διανυχτερεύω
|