διαλειτουργώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαλειτουργώ < δια- + λειτουργώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interoperate)
Ρήμα
επεξεργασίαδιαλειτουργώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαλειτουργώ | διαλειτουργούσα | θα διαλειτουργώ | να διαλειτουργώ | διαλειτουργώντας | |
β' ενικ. | διαλειτουργείς | διαλειτουργούσες | θα διαλειτουργείς | να διαλειτουργείς | (διαλειτούργει) | |
γ' ενικ. | διαλειτουργεί | διαλειτουργούσε | θα διαλειτουργεί | να διαλειτουργεί | ||
α' πληθ. | διαλειτουργούμε | διαλειτουργούσαμε | θα διαλειτουργούμε | να διαλειτουργούμε | ||
β' πληθ. | διαλειτουργείτε | διαλειτουργούσατε | θα διαλειτουργείτε | να διαλειτουργείτε | διαλειτουργείτε | |
γ' πληθ. | διαλειτουργούν(ε) | διαλειτουργούσαν(ε) | θα διαλειτουργούν(ε) | να διαλειτουργούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαλειτούργησα | θα διαλειτουργήσω | να διαλειτουργήσω | διαλειτουργήσει | ||
β' ενικ. | διαλειτούργησες | θα διαλειτουργήσεις | να διαλειτουργήσεις | διαλειτούργησε | ||
γ' ενικ. | διαλειτούργησε | θα διαλειτουργήσει | να διαλειτουργήσει | |||
α' πληθ. | διαλειτουργήσαμε | θα διαλειτουργήσουμε | να διαλειτουργήσουμε | |||
β' πληθ. | διαλειτουργήσατε | θα διαλειτουργήσετε | να διαλειτουργήσετε | διαλειτουργήστε | ||
γ' πληθ. | διαλειτούργησαν διαλειτουργήσαν(ε) |
θα διαλειτουργήσουν(ε) | να διαλειτουργήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαλειτουργήσει | είχα διαλειτουργήσει | θα έχω διαλειτουργήσει | να έχω διαλειτουργήσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαλειτουργήσει | είχες διαλειτουργήσει | θα έχεις διαλειτουργήσει | να έχεις διαλειτουργήσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαλειτουργήσει | είχε διαλειτουργήσει | θα έχει διαλειτουργήσει | να έχει διαλειτουργήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαλειτουργήσει | είχαμε διαλειτουργήσει | θα έχουμε διαλειτουργήσει | να έχουμε διαλειτουργήσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαλειτουργήσει | είχατε διαλειτουργήσει | θα έχετε διαλειτουργήσει | να έχετε διαλειτουργήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαλειτουργήσει | είχαν διαλειτουργήσει | θα έχουν διαλειτουργήσει | να έχουν διαλειτουργήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαλειτουργώ