Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαλειτουργώ < δια- + λειτουργώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interoperate)

  Ρήμα επεξεργασία

διαλειτουργώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία