Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαζευχτικά < διαζευχτικός

  Επίρρημα επεξεργασία

διαζευχτικά

→ δείτε τη λέξη  διαζευκτικά

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

διαζευχτικά