Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διήκω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
διήκω
<
διά
+
ἥκω
Ρήμα
επεξεργασία
διήκω
προχωρώ
,
φθάνω
από ένα σημείο ως ένα άλλο
ἡ οἰμωγὴ ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ
διῆκεν
εξαπλώνομαι
περνώ
ενα σημείο