διάστικτων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδιάστικτων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του διάστικτος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του διάστικτος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διάστικτος
διάστικτων