Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάθεσις < διατίθημι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάθεσις θηλυκό

  1. η τοποθέτηση σε σειρά, η τακτοποίηση πραγμάτων ή υποθέσεων
  2. (κατ’ επέκταση) ο προσδιορισμός των ατόμων στα οποία παραχωρεί κάποιος την περιουσία του μετά τον θάνατο
     συνώνυμα: διαθήκη
  3. η έκθεση πραγμάτων για πούλημα
  4. η σωματική και ψυχική κατάσταση, η διάθεση