Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  μασώ και λόγος

  Έκφραση επεξεργασία

δε μασάω τα λόγια μου

  • λέω απερίφραστα ό,τι σκέφτομαι, δεν διστάζω να εκφραστώ ελεύθερα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία