δεύτερος ξάδελφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαδεύτερος ξάδελφος αρσενικό (θηλυκό δεύτερη ξαδέλφη)
- (οικογένεια) ο ανιψιός του παππού ή της γιαγιάς ενός από του παππού μου ή της γιαγιάς μου
- άλλες μορφές: δεύτερος εξάδελφος, δεύτερος ξάδερφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία δεύτερος ξάδελφος