Ετυμολογία

επεξεργασία
δεύτερος ξάδελφος < → δείτε τις λέξεις δεύτερος και ξάδελφος

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

δεύτερος ξάδελφος αρσενικό (θηλυκό δεύτερη ξαδέλφη)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία