δαφνοστεφανωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαδαφνοστεφανωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του δαφνοστεφανωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του δαφνοστεφανωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δαφνοστεφανωμένος