δασκαλεμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαδασκαλεμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του δασκαλεμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του δασκαλεμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δασκαλεμένος