δαμασκηνώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δαμασκηνώνω < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική damascene < λατινική damascenus < αρχαία ελληνική Δαμασκός
Ρήμα επεξεργασία
δαμασκηνώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
δαμασκηνώνω
|
δαμασκηνώνω
|