Ετυμολογία

επεξεργασία
δαδίν < αρχαία ελληνική δᾳδίον, υποκοριστικό της λέξης δᾴς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δαδίν

  1. δαδί
  2. είδος αφεψήματος από δαδί για ιατρική χρήση