δαγκώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δαγκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος δαγκώνω
Ρήμα
επεξεργασίαδαγκώνομαι, πρτ.: δαγκωνόμουν, στ.μέλλ.: θα δαγκωθώ, αόρ.: δαγκώθηκα, μτχ.π.π.: δαγκωμένος
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δαγκώνομαι | δαγκωνόμουν(α) | θα δαγκώνομαι | να δαγκώνομαι | ||
β' ενικ. | δαγκώνεσαι | δαγκωνόσουν(α) | θα δαγκώνεσαι | να δαγκώνεσαι | (δαγκώνου) | |
γ' ενικ. | δαγκώνεται | δαγκωνόταν(ε) | θα δαγκώνεται | να δαγκώνεται | ||
α' πληθ. | δαγκωνόμαστε | δαγκωνόμαστε δαγκωνόμασταν |
θα δαγκωνόμαστε | να δαγκωνόμαστε | ||
β' πληθ. | δαγκώνεστε | δαγκωνόσαστε δαγκωνόσασταν |
θα δαγκώνεστε | να δαγκώνεστε | (δαγκώνεστε) | |
γ' πληθ. | δαγκώνονται | δαγκώνονταν δαγκωνόντουσαν |
θα δαγκώνονται | να δαγκώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δαγκώθηκα | θα δαγκωθώ | να δαγκωθώ | δαγκωθεί | ||
β' ενικ. | δαγκώθηκες | θα δαγκωθείς | να δαγκωθείς | δαγκώσου | ||
γ' ενικ. | δαγκώθηκε | θα δαγκωθεί | να δαγκωθεί | |||
α' πληθ. | δαγκωθήκαμε | θα δαγκωθούμε | να δαγκωθούμε | |||
β' πληθ. | δαγκωθήκατε | θα δαγκωθείτε | να δαγκωθείτε | δαγκωθείτε | ||
γ' πληθ. | δαγκώθηκαν δαγκωθήκαν(ε) |
θα δαγκωθούν(ε) | να δαγκωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δαγκωθεί | είχα δαγκωθεί | θα έχω δαγκωθεί | να έχω δαγκωθεί | δαγκωμένος | |
β' ενικ. | έχεις δαγκωθεί | είχες δαγκωθεί | θα έχεις δαγκωθεί | να έχεις δαγκωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει δαγκωθεί | είχε δαγκωθεί | θα έχει δαγκωθεί | να έχει δαγκωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δαγκωθεί | είχαμε δαγκωθεί | θα έχουμε δαγκωθεί | να έχουμε δαγκωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε δαγκωθεί | είχατε δαγκωθεί | θα έχετε δαγκωθεί | να έχετε δαγκωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δαγκωθεί | είχαν δαγκωθεί | θα έχουν δαγκωθεί | να έχουν δαγκωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία δαγκώνομαι
|