Ετυμολογία

επεξεργασία
δαγκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος δαγκώνω

δαγκώνομαι, πρτ.: δαγκωνόμουν, στ.μέλλ.: θα δαγκωθώ, αόρ.: δαγκώθηκα, μτχ.π.π.: δαγκωμένος

  1. με δαγκώνουν
  2. δαγκώνω τα χείλη μου επειδή συνειδητοποιώ ότι είπα κάτι που δεν έπρεπε

  Μεταφράσεις

επεξεργασία