δαγκαμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαδαγκαμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του δαγκαμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του δαγκαμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δαγκαμένος
δαγκαμένων