Ετυμολογία

επεξεργασία
δίς παῖδες οἱ γέροντες < → δείτε τις λέξεις δίς, παῖδες, οἱ και γέροντες

δίς παῖδες οἱ γέροντες

  • δύο φορές παιδιά είναι οι ηλικιωμένοι
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 1417 (1417-1419)
    ἐγὼ δέ γ᾽ ἀντείποιμ᾽ ἂν ὡς «δὶς παῖδες οἱ γέροντες», | εἰκός τε μᾶλλον τοὺς γέροντας ἢ νέους τι κλάειν, | ὅσῳπερ ἐξαμαρτάνειν ἧττον δίκαιον αὐτούς.
    κι εγώ απαντώ πως «δυο φορές είναι παιδιά οι γερόντοι» | και το σωστό είναι πιο πολύ να κλαιν αυτοί απ᾽ τους νέους, | αφού πολύ πιο αταίριαστα γι᾽ αυτούς τα σφάλματα είναι.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr