Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γυιοπέδη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
γυιοπέδη
<
γυῖον
(μέλος του σώματος) και
πέδη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γυιοπέδη
θηλυκό
τα
δεσμά
χεριών ή ποδιών (
χειροπέδη
και
ποδακάκη
αντιστοιχα)