γραφεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γραφεύς < γράφ(ω) + -εύς
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: γραφιάς ⇒ νέα ελληνικά: γραφιάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγραφεύς αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γράφω
Πηγές
επεξεργασία- γραφεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γραφεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.