Ετυμολογία

επεξεργασία
γραδάρω < γράδ(ο) + -άρω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣɾaˈða.ɾo/

γραδάρω, αόρ.: γραδάρισα, χωρίς παθητική φωνή

  1. μετρώ την πυκνότητα ενός υγρού με το γράδο
    ※  σ' έστειλε ο πρώτος τα νερά, να πας για να γραδάρεις
    Νίκος Καββαδίας (1947) ποίημα «Θεσσαλονίκη», συλλογή Πούσι (και μουσική του Θάνου Μικρούτσικου, 1979)
  2. (συνεκδοχικά) προσπαθώ να καταλάβω τις προθέσεις και το χαρακτήρα κάποιου
     συνώνυμα: μετρώ, εκτιμώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία