Ετυμολογία

επεξεργασία
γουνάζομαι < το γόνυ ή τα γοῦνα (: τα γόνατα, στην ποίηση)

γουνάζομαι ( & γουνόομαι-γουνοῦμαι)

  1. γονατίζω
  2. εκλιπαρώ , ικετεύω
  3. κολακεύω
    μή με κύον γούνων γουνάζεο μὴ δὲ τοκήων (:μη με ικετεύεις σαν σκυλί γονατιστός πιάνοντας τα γόνατά μου ή <επικαλούμενος> τους γονείς μου, 22.345 Ιλιάδα)