Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γουνάζομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
γουνάζομαι
< το
γόνυ
ή τα
γοῦνα
(: τα γόνατα, στην ποίηση)
Ρήμα
επεξεργασία
γουνάζομαι
( &
γουνόομαι
-
γουνοῦμαι
)
γονατίζω
εκλιπαρώ
,
ικετεύω
κολακεύω
μή με κύον γούνων
γουνάζεο
μὴ δὲ τοκήων
(:μη με ικετεύεις σαν σκυλί γονατιστός
πιάνοντας τα γόνατά μου
ή <επικαλούμενος> τους γονείς μου, 22.345 Ιλιάδα)