γουβώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγουβώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γουβώνω | γούβωνα | θα γουβώνω | να γουβώνω | γουβώνοντας | |
β' ενικ. | γουβώνεις | γούβωνες | θα γουβώνεις | να γουβώνεις | γούβωνε | |
γ' ενικ. | γουβώνει | γούβωνε | θα γουβώνει | να γουβώνει | ||
α' πληθ. | γουβώνουμε | γουβώναμε | θα γουβώνουμε | να γουβώνουμε | ||
β' πληθ. | γουβώνετε | γουβώνατε | θα γουβώνετε | να γουβώνετε | γουβώνετε | |
γ' πληθ. | γουβώνουν(ε) | γούβωναν γουβώναν(ε) |
θα γουβώνουν(ε) | να γουβώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γούβωσα | θα γουβώσω | να γουβώσω | γουβώσει | ||
β' ενικ. | γούβωσες | θα γουβώσεις | να γουβώσεις | γούβωσε | ||
γ' ενικ. | γούβωσε | θα γουβώσει | να γουβώσει | |||
α' πληθ. | γουβώσαμε | θα γουβώσουμε | να γουβώσουμε | |||
β' πληθ. | γουβώσατε | θα γουβώσετε | να γουβώσετε | γουβώστε | ||
γ' πληθ. | γούβωσαν γουβώσαν(ε) |
θα γουβώσουν(ε) | να γουβώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γουβώσει | είχα γουβώσει | θα έχω γουβώσει | να έχω γουβώσει | ||
β' ενικ. | έχεις γουβώσει | είχες γουβώσει | θα έχεις γουβώσει | να έχεις γουβώσει | ||
γ' ενικ. | έχει γουβώσει | είχε γουβώσει | θα έχει γουβώσει | να έχει γουβώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γουβώσει | είχαμε γουβώσει | θα έχουμε γουβώσει | να έχουμε γουβώσει | ||
β' πληθ. | έχετε γουβώσει | είχατε γουβώσει | θα έχετε γουβώσει | να έχετε γουβώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γουβώσει | είχαν γουβώσει | θα έχουν γουβώσει | να έχουν γουβώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι γουβωμένος - είμαστε, είστε, είναι γουβωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν γουβωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν γουβωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι γουβωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι γουβωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι γουβωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι γουβωμένοι |