γουακαμόλε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣua.kaˈmo.le/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γουα‐κα‐μό‐λε
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγουακαμόλε ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) μεξικάνικη σάλτσα με βάση το αβοκάντο
γουακαμόλε ουδέτερο άκλιτο