γονιμοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γονιμοποιούμαι < μέση-παθητική φωνή του ρήματος γονιμοποιώ
Ρήμα επεξεργασία
γονιμοποιούμαι
- γίνομαι γόνιμος, γίνομαι αντικείμενο γονιμοποίησης κυριολεκτικά ή και μεταφορικά
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γονιμοποιούμαι | γονιμοποιούμουν | θα γονιμοποιούμαι | να γονιμοποιούμαι | ||
β' ενικ. | γονιμοποιείσαι | γονιμοποιούσουν | θα γονιμοποιείσαι | να γονιμοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | γονιμοποιείται | γονιμοποιούνταν | θα γονιμοποιείται | να γονιμοποιείται | ||
α' πληθ. | γονιμοποιούμαστε | γονιμοποιούμασταν γονιμοποιούμαστε |
θα γονιμοποιούμαστε | να γονιμοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | γονιμοποιείστε | γονιμοποιούσασταν γονιμοποιούσαστε |
θα γονιμοποιείστε | να γονιμοποιείστε | γονιμοποιείστε | |
γ' πληθ. | γονιμοποιούνται | γονιμοποιούνταν | θα γονιμοποιούνται | να γονιμοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γονιμοποιήθηκα | θα γονιμοποιηθώ | να γονιμοποιηθώ | γονιμοποιηθεί | ||
β' ενικ. | γονιμοποιήθηκες | θα γονιμοποιηθείς | να γονιμοποιηθείς | γονιμοποιήσου | ||
γ' ενικ. | γονιμοποιήθηκε | θα γονιμοποιηθεί | να γονιμοποιηθεί | |||
α' πληθ. | γονιμοποιηθήκαμε | θα γονιμοποιηθούμε | να γονιμοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | γονιμοποιηθήκατε | θα γονιμοποιηθείτε | να γονιμοποιηθείτε | γονιμοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | γονιμοποιήθηκαν γονιμοποιηθήκαν(ε) |
θα γονιμοποιηθούν(ε) | να γονιμοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γονιμοποιηθεί | είχα γονιμοποιηθεί | θα έχω γονιμοποιηθεί | να έχω γονιμοποιηθεί | γονιμοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις γονιμοποιηθεί | είχες γονιμοποιηθεί | θα έχεις γονιμοποιηθεί | να έχεις γονιμοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει γονιμοποιηθεί | είχε γονιμοποιηθεί | θα έχει γονιμοποιηθεί | να έχει γονιμοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γονιμοποιηθεί | είχαμε γονιμοποιηθεί | θα έχουμε γονιμοποιηθεί | να έχουμε γονιμοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε γονιμοποιηθεί | είχατε γονιμοποιηθεί | θα έχετε γονιμοποιηθεί | να έχετε γονιμοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γονιμοποιηθεί | είχαν γονιμοποιηθεί | θα έχουν γονιμοποιηθεί | να έχουν γονιμοποιηθεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
γονιμοποιούμαι
|