Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλωσσοτρώω < γλώσσα + -ο- + τρώω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣlo.soˈtɾo.o/

  Ρήμα επεξεργασία

γλωσσοτρώω

  Μεταφράσεις επεξεργασία