Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλυκοβραδιάζει < γλυκά + -ο- + βραδιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

γλυκοβραδιάζει άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία