γκρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική Gras, από την προφορά του επωνύμου του Γάλλου κατασκευαστή του όπλου, → δείτε τη λέξη γκρας. Εννοείτο το τυφέκιον (τουφέκι) (του κατασκευαστή Gras)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκρα ουδέτερο άκλιτο
- άλλη μορφή του γκρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία γκρα
→ δείτε τη λέξη γκρας |