Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκεϊμάρω < γκέιμ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική game

  Ρήμα επεξεργασία

γκεϊμάρω, πρτ.: γκέιμαρα, αόρ.: γκεϊμάρισα/γκέιμαρα (χωρίς παθητική φωνή)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: γκέιμαρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία