Δείτε επίσης: Γκάγκανος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

γκάγκανος < αρχαία ελληνική κάγκανος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

γκάγκανος, σπανιότατο στο θηλυκό γκαγκάνα, ουδ. γκάγκανο)

  • ξερός, κατάξερος, άλλη γραφή του γκάργκανος συνήθως σε χρήση στο ουδέτερο: γκάγκανο
    ※  «Έλα καρεκλά! Καρεκλά!» και τη γιαγιά να βγαίνει στο δρόμο να τον φωνάξει να διορθώσει τις ψάθες από τις καρέκλες, η να τις ξαναπλέξει με χρωματιστό νάιλον. Καθόμουν και τον χάζευα να δουλεύει, μέσα στον ήλιο, μαύρος γκάγκανος με το δέρμα του να γυαλίζει σαν αργασμένο πετσί και με τα χέρια του να πετάνε. (Αγνή Ιωάννου, Η Αντιπαροχή...στον Βύρωνα..αναμνήσεις, 2/10/2019 i-rena.blogspot [2])
    ※  Η μάνα μου έφτασε σαν έτοιμη από καιρό... έβλεπε όνειρο ότι έτρωγε ντομάτες γεμιστές και ώριμα σύκα, μαυρισμένη γκάγκανο, σε μια αυλή με κληματαριά... Η μάνα μου, φυσικά, δεν ήταν γκάγκανο, ήταν απλώς κατακόκκινη και καμένη - όπως και κάθε καλοκαιρινή μέρα, μέχρι τη χρονιά που αποφάσισε ότι το κάτασπρο δέρμα της δεν θα κόντραρε ποτέ ξανά τον ήλιο. (Στέλλα Κάσδαγλη, Ο θησαυρός του Ποσειδώνα, lifo.gr, 18/7/2012 [3])

Συγγενικά επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

γκάγκανος < γκαγκάνι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  • μεγάλο ράμφος πτηνού[1]

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ιστορικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών, σελ. 190 [1]