γιούσουρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γιούσουρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική yüsrü < αραβική يسر (yusr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγιούσουρι ουδέτερο άκλιτο
- είδος μαύρου κοραλλιού, με το οποίο κατασκευάζονται κοσμήματα, φυλαχτά, κομπολόγια κ.α.
- (σύμφωνα με το ομώνυμο βιβλίο του Ανδρέα Καρκαβίτσα) στην γλώσσα των ναυτικών, αυτό το δέντρο του βυθού, είναι ένα θρυλικό θεριό της θάλασσας
Μεταφράσεις
επεξεργασία γιούσουρι
|