Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιούσουρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική yüsrü < αραβική يسر (yusr)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιούσουρι ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία