γινώσκω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γινώσκω < αρχαία ελληνική γιγνώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵiǵneh₃- < *ǵneh₃- (γιγνώσκω, γνωρίζω)
Ρήμα επεξεργασία
γινώσκω
Εκφράσεις επεξεργασία
- γνώθι σαυτόν
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
γινώσκω